- εκατογγυιος
- ἑκατόγγυιοςἑκατόγ-γυιος2стотелый
(κορᾶν ἀγέλα Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κορᾶν ἀγέλα Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκατόγγυιος — ἑκατόγγυιος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα … Dictionary of Greek
ἑκατόγγυιον — ἑκατόγγυιος with a hundred limbs masc/fem acc sg ἑκατόγγυιος with a hundred limbs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… … Dictionary of Greek